κανονίζει

κανονίζει
κανονίζω
measure
pres ind mp 2nd sg
κανονίζω
measure
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγρομίσθωμα — Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο μισθωτής αγροτικού κτήματος στον εκμισθωτή του κτήματος αυτού. Το α., εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά ή δεν υπάρχει κάποια τοπική συνήθεια που να το κανονίζει, καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιαστής — ο [αλφαδιάζω] αυτός που αλφαδιάζει, που κανονίζει με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • διαθετικός — ή, ό (Α διαθετικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή αρμόδιος να κανονίζει ή να διευθετεί κάτι 2. γραμμ. «διαθετικά ρήματα» ρήματα που εκφράζουν διάθεση* ή κάποια κατάσταση αρχ. αυτός που επιδρά σε άλλον ή τόν επηρεάζει …   Dictionary of Greek

  • μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… …   Dictionary of Greek

  • μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμιστής — ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ. β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.) νεοελλ. 1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

  • τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… …   Dictionary of Greek

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • αυτοτελής, -ής — ές γεν. ούς, ή, πληθ. ουδ. ή, αυθύπαρκτος, ανεξάρτητος. Ουσ. αυτοτέλεια, η ανεξαρτησία: Είχε πια αυτοτέλεια και μπορούσε να κανονίζει ο ίδιος τη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”